ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΣΟΝΑΤΑ
Ingmar Bergman
Το 1978 ο Μπέργμαν γράφει το έργο Φθινοπωρινή Σονάτα το οποίο και γυρίζει μέσα σε 15 μέρες σε μία περιοχή της Νορβηγίας. Ο ίδιος αυτοεξόριστος από το 1976 στο Μόναχο περνά μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ζωής του καθώς βρίσκεται μακρία από την Σουηδία με την κατηγορία της φοροδιαφυγής.
Το έργο πραγματεύεται τη σχέση της Σαρλότ (Ingrid Bergman) και της κόρης της Εύας (Liv Ullmann). Η πρώτη φημισμένη πιανίστρια με σημαντική καριέρα αποφασίζει, μετά από πρόσκληση της κόρης της, να την επισκεφτεί ύστερα από 7 χρόνια απουσίας. Η Σαρλότ πιστεύει οτι στο απομονωμένο σπίτι της Εύας θα βρει την ηρεμία που χρειάζεται μετά τον πρόσφατο θάνατο του τελευταίου της συντρόφου. Η Εύα, προς δυσάρεστη έκπληξη της Σαρλότ, φιλοξενεί στο σπίτι όπου διαμένει με τον άντρα της (Halvar Björk) και την μικρότερη αδερφή της Ελένα (Lena Nyman), η οποία πάσχει από μια πολυετή εκφυλιστική ασθένεια. Αυτό που στην αρχή μοιάζει με χαρμόσυνη επίσκεψη θα εξελιχθεί σε μια μακρά ρίψη ευθυνών, μια μονομαχία δωματίου από το οποίο καμία δεν θα βγει αλώβητη.
Η σκηνοθεσία του Μπέργκμαν αποκαλύπτει αυτήν την πορεία της συνάντησης από τη χαρά και την αμηχανία της επανασύνδεσης μέχρι την τελική ρήξη και σύγκρουση. Τα κλειστοφοβικά κάδρα που πληθύνονται όσο περνά η ώρα, η μηδαμινή χρήση εξωτερικών πλάνων, η έντονη χρήση γκρο πλαν προοδευτικά, λειτουργεί προσθετικά στην ανάδειξη μιας σχέσης που αναμετριέται στο εδώ και τώρα. Το παρελθόν έρχεται να καταπνίξει το παρόν. Η γραφή του Μπέργκμαν αναδυκνύει την αρχετυπική σύγκρουση μάνας-κόρης, καθώς για την Εύα ο χαμός του τετράχρονου μοναχογιού της ισούται και με τον χαμό της μητρικής της ιδιότητας. Εγκλωβισμένες και οι δύο σε τίτλους που φέρουν ισόβια, αυτό της μάνας και αυτό της κόρης, μάχονται να δικαιωσουν τον «ρόλο» τους και να κατηγορήσουν την ελλιπή προσπάθεια του «παρτενέρ».
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Το προφίλ της άκαρδης, εγωίστριας μάνας (κατηγορίες που θα αποδώσει αργότερα η ίδια η Εύα) δομείται αριστοτεχνικά, καθώς υφαίνεται σταδιακά από νωρίς. Ένα χρονικό αναμέτρησης που ξεκινά απο τονικότητες χαμηλής κλίμακας για να φτάσει σε συχνότητες μεγατόνων. Οι πρώτοι «ψίθυροι» ακούγονται όταν η Σαρλότ εκφράζει δυσαρέσκεια για τη διαμονή της Ελένας στο σπίτι. Η ίδια την είχε βάλει σε ίδρυμα καθώς αποτελούσε εμπόδιο στην καριέρα της. Οι «ψίθυροι» εντείνονται όταν αργότερα μάνα και κόρη κάθονται στο πιάνο, με την σκηνή να αποτελεί το πρώτο ψίγμα της αναμέτρησης που θα
ακολουθήσει. Το πιάνο υπήρξε η αιτία των ρωγμών που δημιουργήθηκαν στη σχέση τους. Αυτό θα είναι και η αφορμή για να επισκεφθούν στιγμές του παρελθόντος επώδυνες και καταχωνιασμένες. Συμβολικά, το χρονικό της αναμέτρησης ακολουθεί την πορεία της μέρας, την διαδρομή από το φως στο σκοτάδι. Η θερμότητα ακολουθεί τη ψυχρότητα. Η επίσκεψη γίνεται το πρωί και η «μάχη» γίνεται το βράδυ. Αυτό που όλη μέρα χτιζόταν με ψιθύρους τώρα θα εκδηλωθεί ως κραυγή. Η ψυχρότητα του περιβάλλοντος τη νύχτα κάνει τα σώματα να μην μπορούν να δώσουν τη ζεστασιά που αποζητούν.
Εδώ τα κοντινά των δύο πρωταγωνιστριών πληθαίνουν. Σχεδόν εμμονικά η κάθε μια διεκδικεί τη μικρότερη δυνατή απόσταση από την κάμερα, για να αρθρώσει όσο πιο καθαρά γίνεται το δικό της «έχω δίκαιο». Αλλά και παράλληλα να αποτυπωθεί, μέσω των κοντινών πλάνων, η ασφυκτική σχέση τους. Τα δύο πρόσωπα ανασύρουν μνήμες από το παρελθόν τους και μαζί ενοχή και κατηγορίες για τον άλλον. Για την κάθε μια η κραυγή «φταις», έχει αντίλαλο το «αγάπησε με». Οι δύο πρωταγωνίστριες προσεγγίζουν το ρόλο τους μέσα από μια ευρεία συναισθηματική γκάμα. Δεν υπάρχει τίποτα άκαμπτο στην ερμηνεία τους, αντίθετα η ροή της συναισθηματικής τους πορείας μοιάζει με νερό που κυλάει σε ποτάμι. Συνεχώς ανανεώνεται και ποτέ δεν βαλτώνει. Δεν εμμένουν σε ένα συναίσθημα, αλλά αντίθετα τα συναισθήματα τους αλλάζουν συνεχώς. Και οι δύο το ίδιο θέλουν: την αγάπη, την αποδοχή και την συγχώρεση. Ο τρόπος όμως που το διεκδικούν έχει τόσες πολλές προσεγγίσεις, που αν μη τι άλλο κάνει το διάλογο τους μονομαχία και τις τακτικές που αλλάζουν όπλα.
Στη μάχη αυτή δεν υπάρχει νικητής, ούτε τέλος. Ακριβώς λόγω της ισόβιας φύσης των «ρόλων» που καλούνται να παίξουν. Αυτόν της μάνας και της κόρης. Υπάρχει μόνο μια ματωμένη εκεχειρία, μέχρι την επόμενη φορά που ίσως δεν έρθει ποτέ. Ουτως η άλλως ο Μπέργκμαν φρόντισε να ξεκαθαρίσει από την αρχή την δυσκολία τους εγχειρήματος, την δυσκολίας της ύπαρξης και της ζωής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αρχή του έργου: One must learn to live, I practice every day.
Ιωάννα Σίσκου