Ο Ναγκίσα Οσίμα αποτελεί έναν από τους αρχιτέκτονες του μοντέρνου, νέου ιαπωνικού κύματος στον κινηματογράφο (ή αλλιώς Νουμπέρου Μπάγκου), το οποίο έχει ιδιαίτερα τολμηρό περιεχόμενο και σκηνές. Το καλλιτεχνικό του απαύγασμα αποτυπώθηκε πολύ πριν καθιερωθούν στη Δύση αντίστοιχες φόρμες κινηματογραφικής παραγωγής. Μέσα από τα έργα του ανατέμνει την ιστορία της χώρας του, με ριζοσπαστικό τρόπο, υπονομεύοντας τις σταθερές της Ιαπωνίας και τους παγιωμένους τρόπους της παράδοσής της, ενώ επεδίωξε παράλληλα, να κόψει τους δεσμούς του με την ακμάζουσα εμπορική κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας του.
Την στιγμή που η Ευρώπη ζούσε στους ρυθμούς του Μάη του ’68, στην Ιαπωνία η εγχώρια κινηματογραφία παρουσιάζει την επανάσταση του κινηματογραφικού νέου κύματος, προτείνοντας μία άλλη ριζοσπαστική κουλτούρα, όπου οι ταινίες και τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα είναι άκρως τολμηρά, απελευθερωτικά και πολιτικώς αιχμηρά.
Ο απόηχος εκείνης της εποχής του ξεσηκωμού, και η επανάσταση του νέου κύματος άνοιξαν νέους δρόμους στην απεικόνιση του ερωτισμού. Η ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητας , τις δεκαετίες 1960 και 1970, καθιερώθηκε ως πράξη αντίστασης στο πνιγηρό πολιτικό καθεστώς. Οι σκηνοθέτες, χρησιμοποιώντας ερωτικές φαντασιώσεις ως αλληγορίες, αντιπαραθέτουν τις δημιουργίες τους στα κακώς κείμενα της άσκησης εξουσίας. Η τάση αυτή είναι γνωστή ως “Pinku Eiga” και παρόλο που απαρτίζεται από τολμηρές σεξουαλικές εικόνες και καθαρή αναπαράσταση του σεξ, οι ταινίες αυτές δεν αποσκοπούν στην αυτοϊκανοποίηση του θεατή, αλλά με ρεαλιστική αντι-ηδονοβλεπτική σκοπιά αναδεικνύουν τη φυσικότητα της σεξουαλικής διαδικασίας και κατά βάση αναπαριστούν την επιθυμία για συνδυασμό του σεξ με την τέχνη του σινεμά. Καθ’ αυτόν τον τρόπο κονιορτοποιείται η έννοια της πορνογραφίας, καθώς σε ένα τέτοιο είδος τέχνης η πορνογραφική χροιά αποδίδεται μόνο όταν παραμονεύει μία ηδονοβλεπτική ματιά.
Μία από τις πιο τολμηρές ταινίες της παραπάνω κατηγορίας και γενικότερα της ιστορίας του κινηματογράφου, αποτελεί η “Αυτοκρατορία των αισθήσεων/ Ai No Corrida, που πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου, το 1976. Με πρωταγωνιστές την Έικο Ματσούντα και τον Τατσούγια Φούτζι και με απολύτως ρεαλιστικές σκηνές -αφού οι δύο πρωταγωνιστές κάνουν στ’ αλήθεια σεξ μπροστά στην κάμερα- σπάει όλα τα σεξουαλικά ταμπού, και θίγει το θέμα ηθικοποίησης της σεξουαλικής επιθυμίας.
Η ταινία βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός που διαδραματίστηκε στην Ιαπωνία και συγκεκριμένα στο Τόκιο, το 1936. Πρόκειται για την ιστορία ενός παθιασμένου έρωτα μεταξύ της Σάντα Άμπε και του Κιτσίσο Ισίμπα. Η Σάντα είναι η διασημότερη γκέισα της Ιαπωνίας, η οποία αφού εγκαταλείπει το σπίτι της, αρχίζει να εκπορνεύεται για βιοποριστικούς λόγους. Η Σάντα εργάζεται ως υπηρέτρια σε ένα ξενοδοχείο που ανήκει στον Κιτσίσο και τη γυναίκα του και την χαρακτηρίζει μία άσβεστη ορμή για σαρκική ένωση. Αρχίζει να συνευρίσκεται ερωτικά με το αφεντικό της, με αποτέλεσμα να ξυπνήσει και στους δυο ένα απύθμενο ερωτικό πάθος, που γεννά εμμονές, μέσω του οποίου οι δύο πρωταγωνιστές αντιστέκονται σθεναρά στη συντηρητική κουλτούρα που χαρακτήριζε την Ιαπωνία.
Ο Οσίμα κινηματογραφεί από κάθε δυνατή γωνία. Η κάμερα βρίσκεται πλάι, οριακά ακουμπά τους πρωταγωνιστές, έτσι ώστε να αποτυπωθούν ακόμα και οι ψίθυροι, οι ανάσες, οι αναστεναγμοί, ενώ όλη σχεδόν η δράση εκτυλίσσεται μέσα σε κλειστά δωμάτια.
Η «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» θέτει υπό αμφισβήτηση παγιωμένες έννοιες, όπως ο στρατός, ο γάμος, η μητρότητα και η οικογένεια, καυτηριάζοντας το πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς της Ιαπωνίας. Οι πρωταγωνιστές αδυνατώντας να παραμείνουν χωριστά, αποφασίζουν να εγκατασταθούν σε ένα πανδοχείο, όπου προχωρούν σε επικίνδυνα ηδονιστικά παιχνίδια, όπως χτυπήματα και στραγγαλισμούς μέχρι τελικής πτώσεως. Ζουν απομονωμένοι στο δικό τους μικρόκοσμο, όπου μόνο εκεί απελευθερώνονται σεξουαλικά.
Απ’ αυτό και μόνο το γεγονός παρουσιάζεται από το σκηνοθέτη με σαφή τρόπο η αποξένωση από την κοινωνία, καταδεικνύοντας έτσι, ότι η τελευταία εμποδίζει την απόλυτη ελευθερία και ολοκλήρωση.
Επιπλέον, από τις πρώτες σκηνές, τοποθετείται ως προς τη θέση της γυναίκας την εποχή εκείνη. Η γυναίκα στην, τότε ιαπωνική κοινωνία, δεν αποτελεί αυτόνομη σεξουαλική οντότητα, αντιθέτως αποκτά υπόσταση μόνο στο πλευρό του άντρα, καθώς μόνο εκείνος είναι αρμόδιος να νομιμοποιήσει το πάθος και τις σεξουαλικές της ορμές. Αυτά αποτελούν τεκμήρια της υποτίμησης και ενοχοποίησης της γυναικείας φιγούρας και η ταινία έρχεται να ανατρέψει αυτούς τους κοινωνικούς αλλά και ταξικούς ρόλους, καθώς μία νεαρή πόρνη βρίσκεται να εξουσιάζει το αφεντικό της, ο οποίος παρουσιάζεται σχεδόν άβουλος.
Η ιστορία διαρκεί 6 ημέρες και λήγει με ένα τραγικό συμβάν, γεμάτο συμβολισμούς.
– Κατερίνα Χατζάκη